Wednesday, January 21, 2009

Ζωή, την άλλη φορά

Κι όλο να γράφω ήθελα. Μονίμως κάτι από μέσα ήθελε να γίνει λέξεις. Έλα όμως που σπάνια έγραφα. Γιατί ποτέ δεν ήξερα για τι να γράψω. Και γι’αυτό όλο και διάβαζα εκείνα που άλλοι είχαν βγάλει από το δικό τους μέσα. Και όλο χανόμουνα στους κόσμους τους. Και άμα οι κόσμοι τους τύχαινε να είναι ωραίοι τότε δεν ήθελα να ξαναβγώ στον κόσμο των πραγματικών ανθρώπων. Και όλο και ξενύχταγα μέχρι να φτάσω στην άκρη του κόσμου τους. Και όλο τους ζήλευα εκείνους που μπορούσαν να μιλήσουν για το μέσα τους, γιατί εκείνοι είχαν βρει έναν τρόπο να μιλάν για το μέσα τους χωρίς να φαίνεται πως για το μέσα τους μιλούσαν. Γιατί όλο για άλλους μίλαγαν και κόσμους φανταστικούς δημιουργούσαν. Εγώ όμως ποτέ δεν μπόρεσα να δημιουργήσω κόσμους και μόνο για το δικό μου μέσα μπορούσα να γράφω. Αυτό όμως ήξερα πως δεν σε κάνει συγγραφέα. Ψυχολόγο μόνο σε κάνει της δικής σου ψυχής που και αυτό δεν είναι λίγο γιατί πολλοί δεν έχουν ακούσει ποτέ το μέσα τους και ποτέ δεν θα μπορούσαν να γράψουν για αυτό. Και πάλι όμως συγγραφέας δεν ήμουνα. Γι’αυτό όλο και συνέχιζα να επισκέπτομαι τους φανταστικούς κόσμους των άλλων. Και σε ένα βιβλίο συγκεκριμένο επέστρεφα ξανά και ξανά, λες και ήταν το σπίτι μου. Και σπίτι μου ίσως και να ήταν, γιατί αυτό το βιβλίο κάπως με συνέδεε με τη μάνα μου. Γιατί ο συγγραφέας είχε γεννηθεί στον ίδιο τόπο με τη μάνα μου και σαν για τα ίδια πράγματα να μιλούσε με αυτά που είχε ζήσει και εκείνη. Και πόσο μ’άρεσε πώς έγραφε αυτός ο συγγραφέας γιατί έτσι έγραφε όπως γράφω και εγώ τώρα. Σαν να‘ταν παιδί έγραφε που μόλις ανακάλυπτε τον κόσμο. Με μια αφέλεια έγραφε που όμως γεμάτη σοφία ήτανε. Και όλο για πράγματα βαθιά και σκοτεινά και γκρίζα έγραφε. Μου άρεσε όμως γιατί και εγώ τις περισσότερες φορές βαθιά και σκοτεινή και γκρίζα αισθανόμουν. Και σαν να τον καταλάβαινα αυτόν τον συγγραφέα. Και η μάνα μου, που και αυτήν τον είχε διαβάσει, σαν να τον καταλάβαινε και εκείνη, γιατί όλο κάτι υπογραμμισμένα με μολύβι συναντούσα στις σελίδες του βιβλίου του. Και κάτι κατσαρές κάθετες γραμμές στα περιθώρια. Και εγώ τότε ήξερα πως από εδώ είχε περάσει και η μάνα μου πριν από εμένα και κάτι της είχαν πει αυτά τα λόγια και όλο προσπαθούσα να φανταστώ τι της είχαν πει γιατί όλο κάτι από το παρελθόν ήταν υπογραμμισμένα και εγώ το παρελθόν της δεν το είχα ζήσει. Μια ζεστασιά ένιωθα πάντα μέσα στον κόσμο αυτού του συγγραφέα, παρά τα σκοτάδια, μια ζεστασιά σαν αγκαλιά. Και φαίνεται πως που και που ήθελα να γυρνάω σε αυτήν την αγκαλιά. Σαν για να παρηγορηθώ. Παρά τα σκοτάδια.