Monday, January 10, 2005

Οι πόλεις και οι νεκροί

Τις προάλλες τον είδα πάλι. Ήταν ο ζητιάνος χωρίς πόδια, καθισμένος σε ένα χαλάκι, πάντα στη μέση του πεζοδρομίου, ποτέ με την πλάτη στον τοίχο, πάντα στη μέση, σαν ένας μικρός βούδας, μικροσκοπικός, οι περαστικοί θεόρατοι καθώς περνούσανε γύρω του - ο μοναδικός ζητιάνος στον οποίο δίνω χρήματα. Όταν πήγαινα σχολείο, ήταν ο ζητιάνος με το ένα πόδι που έγερνε σε μια πατερίτσα και ζητιάνευε πάντα στα φανάρια – κάποτε του είχα δώσει όλο μου το χαρτζιλίκι. Άλλοτε, ήταν ο τροχονόμος στη συμβολή της Αγ. Βαρβάρας με την Κηφισίας, ο υπάλληλος που έβαζε βενζίνη, κάποιος ηλικιωμένος που έμπαινε στο λεωφορείο. Πάντα η ίδια έκφραση. Και εγώ πάντα να προσπαθώ να καταπιώ εκείνον τον κόμπο που σχηματιζόταν στο λαιμό μου.

Ώσπου κάποια μέρα, χρόνια μετά, διαβάζω αυτήv την παράγραφο και όλοι οι κόμποι γίνονται δάκρυα και τα δάκρυα ένας ασταμάτητος χείμαρρος.

«Φτάνεις σε κάποια στιγμή της ζωής σου όπου, ανάμεσα στον κόσμο που έχεις γνωρίσει, οι νεκροί είναι περισσότεροι απ’ τους ζωντανούς. Και το μυαλό αρνιέται να δεχτεί άλλες φυσιογνωμίες, άλλες εκφράσεις: σ’ όλα τα καινούργια πρόσωπα που συναντάς, αποτυπώνει τις παλιές μορφές, βρίσκει για το καθένα τη μάσκα που του ταιριάζει περισσότερο».


(από το «Οι Αόρατες Πόλεις» του Ίταλο Καλβίνο)