Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Κοκκίνω. Το παράξενο αυτό όνομα της το είχαν δώσει οι γονείς της γιατί εξαιτίας μιας σπάνιας ασθένειας του αίματος η κόρη τους είχε γεννηθεί κατακόκκινη. Όταν έγινε τριών χρονών το κόκκινο χρώμα υποχώρησε, οι γονείς της όμως την είχαν ήδη βαφτίσει κι έτσι το όνομα της έμεινε. Ούτε η μαμά της Κοκκίνως ούτε ο μπαμπάς της σκέφτηκαν ποτέ πως αυτό δεν ήταν όνομα για μικρό παιδί. Στο δημοτικό οι συμμαθητές της την κορόιδευαν καθημερινά και απρόκλητα για το όνομά της κάνοντάς την να κοκκινίζει από ντροπή κάτι που τους έδινε αφορμή για περισσότερα γέλια. Η Κοκκίνω σύντομα κατάλαβε πως το να βάζει τα κλάματα ήταν γι’αυτούς εξ’ίσου αστείο με το όνομά της, γι’αυτό και έμαθε να καταπίνει τον κόμπο που σχηματιζόταν στο λαιμό της και με στεγνά μάτια να αποτραβιέται ηττημένη. Κάποια φορά δοκίμασε να υπερασπιστεί τον εαυτό της λέγοντας τους την ιστορία πίσω από το όνομα, αλλά το μόνο που κατάφερε με αυτόν τον τρόπο ήταν να δώσει τροφή στη φαντασία τους. Οι συμμαθητές της την φαντάστηκαν τερατόμορφη και κατακόκκινη να ξεπηδά από την κοιλιά της μαμάς της γεμάτη αίματα και βλέννες και να τρομάζει τους πάντες. Από τότε η Κοκκίνω έπαψε να είναι γι’αυτούς απλά το κοριτσάκι με το αστείο όνομα και έγινε το κόκκινο φρικιό. Ηττημένη για άλλη μια φορά και ανήμπορη να αντιδράσει τους άφησε να την φωνάζουν με το καινούργιο της όνομα αλλά δεν ξαναβγήκε στην αυλή για διάλειμμα. Όταν άδειαζε η τάξη, καθόταν στο περβάζι του παραθύρου και κρυμμένη πίσω από την κουρτίνα παρακολουθούσε από ψηλά τους συμμαθητές της να παίζουν. Τα αγόρια έπαιζαν ποδόσφαιρο και τα κορίτσια λαστιχάκι. Η Κοκκίνω ήταν καλή στο λαστιχάκι. Έπαιζε μόνη της στο σπίτι στερεώνοντάς το ανάμεσα σε δύο καρέκλες. Το παιχνίδι όμως ήταν βαρετό και τέλειωνε γρήγορα γιατί οι καρέκλες δεν ήταν και πολύ καλοί αντίπαλοι. Η Κοκκίνω ήθελε πολύ να παίξει λαστιχάκι με πραγματικούς ανθρώπους, ήξερε όμως πως στο σχολείο δεν θα έπαιζε ποτέ, ούτε λαστιχάκι ούτε κανένα άλλο παιχνίδι γιατί για τους συμμαθητές της θα ήταν πάντοτε το κόκκινο φρικιό. Γι’αυτό και για χρόνια κρυμμένη πίσω από την κουρτίνα της τάξης της άφηνε τον κόμπο στο λαιμό της να γίνει δάκρυα και έκλαιγε μέχρι να τον λύσει.
Μια μέρα σε ένα διάλειμμα καθώς περνούσε έξω από το γραφείο του διευθυντή άκουσε έναν δάσκαλο να μιλάει για το κόκκινο φρικιό αλλά προς έκπληξή της κανένα δάκρυ δεν κύλησε στα μάγουλά της. Η Κοκκίνω κοντοστάθηκε περιμένοντας τα δάκρυα να έρθουν και όταν εκείνα αρνήθηκαν το κάλεσμά της, εκείνη χαμογέλασε πλατιά και κατευθύνθηκε προς την τάξη της. Στην τάξη δεν υπήρχε ψυχή οπότε ανενόχλητη πήρε το κολατσιό της από την τσάντα της και πλησίασε στο παράθυρο. Κάτω στην αυλή οι συμμαθητές της έπαιζαν τα γνωστά παιχνίδια τους. Εκείνη όμως δεν πήρε τη γνωστή της θέση στο περβάζι αλλά έκανε μεταβολή και με το κολατσιό της στο χέρι βγήκε από την τάξη, προχώρησε στο διάδρομο, προσπέρασε το γραφείο του διευθυντή, κατέβηκε τη μεγάλη μαρμάρινη σκάλα και σπρώχνοντας με αποφασιστικότητα τη βαριά ξύλινη εξώπορτα βγήκε στην αυλή για διάλειμμα. Χωρίς να το ξέρει είχε κερδίσει την πρώτη της μάχη σε αυτή τη ζωή. Σταδιακά οι συμμαθητές της έπαψαν να την κοροϊδεύουν. Εκείνη όμως δεν το πήρε χαμπάρι γιατί πλέον είχε πάψει να ασχολείται.
Λόγω της κακής αρχής που είχε κάνει με το παράξενο όνομά της, η Κοκκίνω δεν απέκτησε ποτέ φίλους. Ο μόνος της φίλος υπήρξε ο παππούς της, ο κύριος Μαχάτμα που ήταν Ινδός. Ινδή ήταν και η μαμά της, η κόρη του κύριου Μαχάτμα, η οποία είχε παντρευτεί τον μπαμπά της που ήταν Έλληνας. Για την ιστορία, ο μπαμπάς της ήταν διπλωμάτης και είχε γνωρίσει τη μαμά της στην Ινδία όταν δούλευε εκεί στην Ελληνική πρεσβεία. Η μαμά της ήταν τότε μοντέλο. «Έρωτας με την πρώτη ματιά» λεγόταν αυτό που έπαθε ο μπαμπάς της ένα βράδυ σε μια δεξίωση όταν πρωτοαντίκρυσε τη μαμά της. Η μαμά της ήταν πολλά χρόνια μικρότερη του, αλλά και εκείνη έρωτα με την πρώτη ματιά έπαθε, γι’αυτό και παντρεύτηκαν δύο μήνες μετά από εκείνη τη δεξίωση. Στην αρχή έζησαν στην Ινδία αλλά όταν ο μπαμπάς της Κοκκίνως αναγκάστηκε να γυρίσει στην Ελλάδα η μαμά της τον ακολούθησε. Η Κοκκίνω γεννήθηκε ένα χρόνο αφότου γύρισαν και έμοιαζε στον μπαμπά της τον Έλληνα. Απ’τη μαμά της είχε πάρει μόνο τα μάτια που ήταν μπλέ. Η μαμά της είχε μπλε μάτια, πράγμα σπάνιο για Ινδή, και αυτά άρεσαν πολύ στους φωτογράφους που την φωτογράφιζαν για τα περιοδικά μόδας. Στην Ελλάδα η μαμά της δούλεψε για λίγο ως μοντέλο, αλλά όταν γεννήθηκε η Κοκκίνω και πήρε κάμποσα κιλά σταμάτησε το μόντελινγκ και άρχισε να δουλεύει σε πρακτορεία επιλέγοντας άλλα μοντέλα για φωτογραφήσεις και πασαρέλες. Η μαμά της δεν ασχολήθηκε καθόλου με την ανατροφή της κόρης της. Αυτήν την ανέθεσε αποκλειστικά σε νταντά. Όσο για τον μπαμπά της, εκείνος έλειπε συνέχεια σε δουλειές και όταν γύριζε στο σπίτι ήθελε μόνο να κλείνεται στο δωμάτιο με τη μαμά. Κάπως έτσι η Κοκκίνω συνήθισε να περνά ώρες ατελείωτες μόνη της στο σπίτι και να ζει χωρίς τους γονείς της, αν και κατοικούσε στο ίδιο σπίτι με αυτούς.
Όταν πήγε για πρώτη φορά στο σχολείο ήταν η νταντά της που τη συνόδευσε στην τάξη και τη σύστησε στη δασκάλα της γιατί η μαμά της είχε κοιμηθεί αργά το προηγούμενο βράδυ και δεν είχε μπορέσει να ξυπνήσει στην ώρα της. Όταν το μεσημέρι η Κοκκίνω γύρισε κλαμένη στο σπίτι γιατί κάποια παιδιά της είχαν κλέψει το κολατσιό της η νταντά ήταν εκείνη που της μαγείρεψε τηγανητές πατάτες για να την παρηγορήσει μια και το φαγητό στην κατσαρόλα ήταν σπανακόρυζο. Η μαμά της που είχε αργήσει να ξυπνήσει και έφευγε φουριόζα για δουλειά την ώρα που το σχολικό άφηνε την Κοκκίνω στην πόρτα δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με τα «δράματα» της κόρης της, όπως τα έλεγε. Η Κοκκίνω δεν ήξερε αν οι άλλες μαμάδες ασχολούνταν με τα δράματα των δικών τους κορών γιατί στο σχολείο δεν είχε καμία φίλη για να ρωτήσει. Κάτι όμως της έλεγε πως εκείνων οι μαμάδες ήταν διαφορετικές γιατί όλο άκουγε τις συμμαθήτριές της να λένε «η μανουλίτσα μου εκείνο και η μανουλίτσα μου το άλλο». Όταν πήγαινε τρίτη δημοτικού ένα απόγευμα η Κοκκίνω άκουσε τη μαμά της να λέει στο τηλέφωνο πως εξαιτίας του νιάνιαρου είχε σταματήσει το μόντελιγκ αλλά πως δεν θα γινόταν για χάρη του και χαρωπή νοικοκυρά. Δεν πρόλαβε να ακούσει τη συνέχεια γιατί η μαμά της γύρισε απότομα προς το μέρος της και την κάρφωσε με ένα βλέμμα γεμάτο μίσος που της πάγωσε το αίμα. Μόλις είδε τη μαμά της να σηκώνεται αγριεμένη από τον καναπέ η Κοκκκίνω τράπηκε σε φυγή και κλείστηκε γρήγορα στο δωμάτιό της. Απ’το βάθος του διαδρόμου άκουσε τη μαμά της να της φωνάζει κάτι ακατάληπτο στα Αγγλικά και να κλείνει με δύναμη την πόρτα του σαλονιού.
Η Κοκκίνω θα περνούσε πολλές ακόμα ώρες και μέρες μονάχη στο δωμάτιό της κάνοντας παρέα στον εαυτό της. Η μέρα όμως που δεν θα αισθανόταν ποτέ ξανά μόνη και ανεπιθύμητη δεν αργούσε να έρθει. Μισό χρόνο αργότερα, όταν ξεκινούσε την τετάρτη δημοτικού, ο παππούς της ο Ινδός ήρθε από την Ινδία για να μείνει στην Ελλάδα. Η Κοκκίνω δεν ήξερε γιατί συνέβη αυτό και δε ρώτησε να μάθει γιατί ο παππούς της, τον οποίο μέχρι τότε δεν γνώριζε, έγινε από την πρώτη στιγμή ο καλύτερός της φίλος. Με τον παππού, όπως και με την μαμά της, μιλούσαν στα Αγγλικά. Επειδή όμως ο κύριος Μαχάτμα ήταν μορφωμένος άνθρωπος και ήξερε και Αρχαία Ελληνικά, με τα χρόνια και με τη βοήθεια της Κοκκίνως έμαθε και Νέα [Ελληνικά]. Της Κοκκίνως της άρεσε πολύ η παρέα με τον παππού γι’αυτό και κάθε μέρα μετά το σχολείο πήγαινε στο σπίτι του.
Ο κύριος Μαχάτμα δεν είχε σύζυγο. Την είχε χάσει όταν η μαμά της Κοκκίνως ήταν μωρό και το μωρό, του το είχαν μεγαλώσει νταντάδες. Ο κύριος Μαχάτμα ήταν πολύ πλούσιος και γι’αυτό μπορούσε να έχει πολλές νταντάδες και πολλούς υπηρέτες. Ο ίδιος δεν ασχολήθηκε με την ανατροφή της κόρης του και ίσως γι’αυτό θέλησε να ασχοληθεί με την ανατροφή της εγγονής του. Ο κύριος Μαχατμά την αγαπούσε πολύ την Κοκκίνω και ας ήταν μισή Ελληνίδα. Στα νιάτα του είχε ταξιδέψει πολύ και είχε εξοικειωθεί με άλλους λαούς. Τους Έλληνες τους εκτιμούσε ιδιαίτερα για τον πολιτισμό τους και γι’αυτό πολύ του άρεσε που η εγγονή του τον βοηθούσε με τα Νέα Ελληνικά. Όταν η Κοκκίνω γύριζε από το σχολείο και πριν σερβιριστεί το φαγητό εκείνος ανυπόμονα κοίταζε τα τετράδιά της για να δει τι είχε μάθει η εγγονή του στο μάθημα των Ελληνικών. «Βρε παππού ακόμα δεν φάγαμε», έλεγε εκείνη και του έκλεινε τα τετράδια, κάνοντας χώρο στο τραπέζι για να σερβιριστεί το μεσημεριανό. Το φαγητό το μαγείρευε και το σέρβιρε ο Νάντι, ο αγαπημένος υπηρέτης του παππού της. Ο Νάντι που είχε υπηρετήσει πιστά τον κύριο Μαχάτμα για τριάντα χρόνια είχε έρθει μαζί του από την Ινδία και θα τον ακολουθούσε και στην άκρη του κόσμου αν χρειαζόταν. Είχε γεράσει πλάι του, δεν είχε παντρευτεί ποτέ και δεν είχε αποκτήσει παιδιά, γι’αυτό και την Κοκκίνω φαινόταν να την αγαπάει σαν παιδί του. Και εκείνη όμως τον αγαπούσε και ξετρελαινόταν για τη μαγειρική του. Η Κοκκίνω μπορούσε πάντα να μαντεύει τι φαγητό μαγειρευόταν στην κουζίνα γιατί οι μυρωδιές των μπαχαρικών από τα φαγητά του Νάντι δραπέτευαν από τις χαραμάδες που άφηναν οι πόρτες και τα παράθυρα και την καλωσόριζαν στην αυλή του σπιτιού όταν επέστρεφε από το σχολείο.
Κάθε μεσημέρι μετά το φαγητό η Κοκκίνω έκανε τα μαθήματά της και μετά βοηθούσε τον παππού της με τα Ελληνικά του. Με τη σειρά του εκείνος την μάθαινε πιάνο και σκάκι. Τις κρύες μέρες του χειμώνα καθόντουσαν δίπλα στο τζάκι, εκείνος στην αγαπημένη του βελούδινη πολυθρόνα και εκείνη στην αγαπημένη της γωνιά στον καναπέ, και της διηγούνταν ιστορίες για την εποχή που εκείνος ταξίδευε στον κόσμο. Η Κοκκίνω είχε διαβάσει για τις χώρες που είχε επισκεφθεί ο παππού της στο μάθημα της γεωγραφίας στο σχολείο. Τίποτα όμως από εκείνα που της διηγούνταν εκείνος δεν υπήρχε στα βιβλία της. Ο παππούς της δεν της μίλαγε ούτε για τον πληθυσμό της κάθε χώρας, ούτε για το πολίτευμα της ούτε και για τις βασικές της πηγές πλούτου. Ούτε, όμως για αξιοθέατα και μουσεία του άρεσε να μιλά, όσο και αν τα τελευταία τα θεωρούσε σημαντική πηγή γνώσεων. Εκείνος σε πλακόστρωτα σοκάκια πόλεων την ταξίδευε με τις διηγήσεις του και στις αγαπημένες του κρυφές γωνιές. Σε ηλιόλουστα υπαίθρια στέκια μεγάλων διανοητών την ακούμπαγε και την άφηνε να γεύεται τις τοπικές σπεσιαλιτέ, ενώ εκείνος μίλαγε με τους διανοητές για πολιτική και ποίηση και φιλοσοφία. Υπό των ήχο κλασσικών μουσικών την ξεναγούσε σε κήπους και πάρκα μιλώντας της για σπάνια ήδη φυτών και πουλιών, αλλά και για σπάνιες εκτελέσεις κλασσικών συμφωνιών. Καμιά φορά και στην Ινδία την ταξίδευε ο παππούς της για να της μιλήσει για την εποχή της Αγγλικής αποικιοκρατίας. Η αποικιοκρατία όμως δεν την ενδιέφερε καθόλου την Κοκκίνω. Εκείνη μόνο για άλλους τόπους ήθελε να ακούει για να ταξιδεύει με τη φαντασία της στα σοκάκια και στα στέκια και στα πάρκα τους λίγο πριν την πάρει ο ύπνος τα βράδια. Γιατί πριν την πάρει ο ύπνος μόνο να ταξιδεύει ήθελε. Να φεύγει από το δωμάτιό της και από το σώμα της και να χάνεται σε άλλους κόσμους για να μην νιώθει τίποτα.
Η Κοκκίνω μπορούσε να μένει στον παππού της μονάχα μέχρι της επτά το απόγευμα. Μετά έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι της, όσο και αν δεν έβρισκε το λόγο. Ο μπαμπάς της έστελνε τον οδηγό του να την πάρει και όταν πια έφτανε στο σπίτι η νταντά αναλάμβανε να της δώσει το γάλα της και να την προετοιμάσει για ύπνο. Η μαμά της τις περισσότερες φορές ήταν εκεί, αλλά σπάνια της μιλούσε. Ο μπαμπάς της γύριζε πιο αργά. Πολύ συχνά η Κοκκίνω έπρεπε να μπει στο σπίτι από την πόρτα της κουζίνας γιατί η μαμά της είχε κόσμο και δεν ήθελε η κόρη της να της χαλάσει το ίματζ, όπως έλεγε. Η Κοκκίνω το είχε συνηθίσει. Εφόσον αυτή η εκδοχή της πραγματικότητας της είχε δοθεί από την αρχή, με αυτή την εκδοχή είχε μάθει να ζει, χωρίς να την αμφισβητεί ή να επιθυμεί να την αλλάξει. Άλλωστε τι την ένοιαζε; Εκείνη είχε τον παππού της.
Ο παππούς της όμως όταν είχε έρθει από την Ινδία ήταν ήδη αρκετά μεγάλος σε ηλικία και παρά την απολύτως υγιεινή ζωή που έκανε αποδείχθηκε αδύναμο σκαρί. Πέθανε μια μέρα στην αγαπημένη του πολυθρόνα όταν η Κοκκίνω έλειπε στο σχολείο. Εκείνη πήγαινε τότε δευτέρα γυμνασίου. Ο Νάντι που τον βρήκε νεκρό όταν του πήγε το τσάι του δεν μπόρεσε να ειδοποιήσει κανέναν γιατί δεν είχε καταφέρει να μάθει Ελληνικά. Όταν λοιπόν η Κοκκίνω γύρισε από το σχολείο δεν είχε χρόνο να σοκαριστεί από τον ξαφνικό χαμό του παππού της, γιατί έπρεπε να ειδοποιήσει τη μαμά της και το ασθενοφόρο. Οι τραυματιοφορείς με τα χίλια ζόρια κατάφεραν να την ξεκολλήσουν από πάνω του. Τον είχε αγκαλιάσει σφιχτά και είχε κουρνιάσει στην πλέον κρύα του αγκαλιά και έκλαιγε με ένα κλάμα που σταματημό δεν είχε. Τη μαμά της στάθηκε δύσκολο να την βρει γιατί ήταν σε μια φωτογράφηση, και, όταν τελικά ήρθε μετά από ώρες, ο παππούς της είχε ήδη μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Όταν η μαμά της προσπάθησε να τη χώσει στο αυτοκίνητό και να την πάει σπίτι, εκείνη γαντζώθηκε από τον Νάντι βγάζοντας ένα απόκοσμο ουρλιαχτό. Η μαμά της τρόμαξε τόσο που την παράτησε με ένα «ντεν πα να κάνει ό,τι τέλει» με τα σπαστά της Ελληνικά, για να μην καταλάβει και ο Νάντι, και έφυγε με την ίδια αδιαφορία με την οποία είχε έρθει.
Η Κοκκίνω έμεινε όλο το βράδυ κουλουριασμένη στην πολυθρόνα του παππού και αποκοιμήθηκε νηστική χωρίς να δοκιμάσει το εξαιρετικό φαγητό του Νάντι. Στον ύπνο της είδε όνειρα ωραία. Με τον παππού της, λέει, περπατούσαν παρέα στην δυτική όχθη του Σηκουάνα και έπιναν καφέ με κάτι σουρεαλιστές που εκείνος είχε γνωρίσει. Μετά πήδηξαν στο Λονδίνο για να ακούσουν κλασσική μουσική στο Κόβεντ Γκάρντεν. Μετά είδε το παππού της να την ξεναγεί στην έπαυλή του στην Ινδία και να της λέει ότι ήταν όλη δική της. Ήταν και ο Νάντι εκεί και μαγείρευε γαρίδες με κάρυ στην κουζίνα. Το κάρυ μύριζε τόσο έντονα μέσα στο όνειρό της που την ξύπνησε.
Είχε ξημερώσει και ο Νάντι στην κουζίνα ετοίμαζε ήδη το μεσημεριανό. Το ρολόι του τοίχου σήμανε δώδεκα. Δεν την είχε ξυπνήσει για να πάει στο σχολείο. Αγουροξυπνημένη η Κοκκίνω κοίταξε γύρω της αναζητώντας τον παππού της. Το βλέμμα της σταμάτησε για λίγο στο παλιό του όπλο που έστεκε πάνω στο τζάκι ενθύμιο των ημερών που ο κύριος Μαχάτμα είχε υπάρξει γενναίος πολεμιστής. Όταν η Κοκκίνω θυμήθηκε πως ο παππούς της είχε πεθάνει έβαλε τα κλάματα. Ο Νάντι ακούγοντάς την παράτησε το φαγητό και ήρθε κοντά της παίρνοντάς την στην αγκαλιά του, αν και δεν χώραγε πια - τόσο είχε μεγαλώσει. Ο Νάντι δεν είχε κρατήσει ποτέ παιδί στην αγκαλιά του, αλλά δεν αισθάνθηκε παράξενα. Έχοντας ζήσει δίπλα στον κύριο Μαχάτμα είχε μάθει πώς είναι να αγαπάς παιδιά, γι’αυτό και την κράτησε εκεί μέχρι να ησυχάσει. Όταν ησύχασε, η Κοκκίνω γύρισε με κόκκινα μάτια και του είπε στ’ Αγγλικά «Δεν πρόλαβα». «Τι πράγμα;», ρώτησε εκείνος. «Δεν πρόλαβα να του πω πόσο τον αγαπώ», του εξήγησε. «Είμαι βέβαιος πως το ήξερε» της απάντησε εκείνος. «Θα γυρίσεις στην Ινδία τώρα;» τον ρώτησε ρουφώντας τη μύτη της. «Δεν έχω πού αλλού να πάω» της απάντησε εκείνος. «Θα με πάρεις μαζί σου;» ρώτησε η Κοκκίνω ενώ τα μάτια της γέμισαν ξανά με δάκρυα. «Σε παρακαλώ, πάρε με μαζί σου», τον ικέτεψε, «μην με αφήσεις εδώ μαζί τους! Αν με αφήσεις, θα πεθάνω». «Δεν θα πεθάνεις χαζούλα», της αποκρίθηκε εκείνος. «Είσαι δυνατό κορίτσι και τα δυνατά κορίτσια δεν πεθαίνουν». «Όχι, δεν είμαι δυνατό κορίτσι. Δεν είμαι, γιατί αν ήμουν...» είπε η Κοκκίνω και σταμάτησε ενώ ένα νέο κύμα λυγμών ανέβηκε από μέσα της. Ο Νάντι την κράτησε για ώρα στην αγκαλιά του αφήνοντας τις μυρωδιές των μπαχαρικών που ανέδιδαν τα ρούχα του να την νανουρίσουν. Όταν την είδε να γαληνεύει, την ακούμπησε τρυφερά στην πολυθρόνα του κύριου Μαχάτμα και επέστρεψε στην κουζίνα για να συνεχίσει το μαγείρεμα.
Η Κοκκίνω έμεινε στο σπίτι του παππού της μέχρι το βράδυ χωρίς κανένας από τους γονείς της να την αναζητήσει. Ριζωμένη στην πολυθρόνα του αναπόλησε τις στιγμές που είχανε ζήσει, αλλά και έκλαψε ξανά και ξανά για όλα όσα δεν είχε προλάβει να μοιραστεί μαζί του. Η Κοκκίνω είχε πια μεγαλώσει και με τον παππού δεν παίζανε πια μόνο παιχνίδια, αλλά μιλούσανε και για πιο σοβαρά πράγματα που αφορούσαν μια νεαρή δεσποινίδα - για πρώτους έρωτες και για όμορφα αγόρια που κυκλοφορούσαν στο σχολείο. Τη μέρα που πέθανε ήθελε τόσο να του πει για τον Ιάσονα, ένα καινούργιο όμορφο αγόρι στην τάξη της το οποίο δεν είχε παραξενευτεί με το ασυνήθιστο όνομά της. Αντίθετα του είχε φανεί χαριτωμένο και της το είχε πει κάνοντας την να νιώσει για πρώτη φορά φυσιολογική και αρεστή. Η Κοκκίνω ήθελε τόσο να το μοιραστεί με τον μοναδικό της φίλο. Εκείνος όμως είχε φύγει για πάντα. Η κηδεία του δεν έγινε στην Ελλάδα γιατί κανένας από τους γονείς της Κοκκίνως δεν θέλησε να ασχοληθεί. Ο Νάντι ήταν εκείνος που συνόδευσε τον παππού της στην τελευταία του κατοικία επιστρέφοντας μαζί του για πάντα στην πατρίδα του την Ινδία. Την Κοκκίνω δεν την άφησαν να πάει μαζί για να τον αποχαιρετήσει γιατί κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να την συνοδεύσει. Η μαμά της είχε κάστινγκ και ο μπαμπάς της έλειπε σε ταξίδι.
Για εβδομάδες κλεισμένη στο δωμάτιό της έκλαιγε ασταμάτητα, αλλά όχι μόνο από πόνο για το χαμό του παππού της. Στον πόνο είχε προστεθεί πλέον και ένα νέο συναίσθημα. Μίσος. Έκλαιγε από μίσος για τους γονείς της. Ένα μίσος που δεν το είχε συνειδητοποιήσει πιο πριν στη ζωή της γιατί από νωρίς η αγάπη του παππού της το κάλυπτε και δεν φαινόταν. Από τότε όμως που εκείνος χάθηκε το μίσος πήρε μορφή και σαν άγριο ζώο έσκιζε τα σωθικά της προσπαθώντας να βγει από μέσα της.
Είχαν περάσει πολλοί μήνες από τη μέρα που είχε πεθάνει ο παππούς της, όταν ένα πρωί η Κοκκίνω κοκάλωσε από τρόμο μπροστά στον καθρέφτη του νεανικού της μπουντουάρ. Το πρόσωπο που έβλεπε να καθρεφτίζεται δεν ήταν το δικό της, αλλά μιας άλλης. Ενός αλλόκοτου πλάσματος. Ενός φρικιού. Ενός φρικιού με κόκκινα μάγουλα και φλόγες αντί για μάτια. Μήνες το αισθανόταν το φρικιό να κινείται μέσα της. Το ένιωθε να πασχίζει να βγει. Εκείνο το πρωί η Κοκκίνω ήξερε πως δεν θα αισθανόταν ποτέ ξανά φυσιολογική ή αρεστή. Όχι πως την ένοιαζε. Είχε πάρει την απόφασή της. Μήνες πριν - εκείνο το πρωινό μετά το θάνατο του παππού της κουλουριασμένη στη πολυθρόνα του. Εκείνο το πρωινό είχε δει πώς θα εξελισσόταν το μέλλον. Μόνο που τότε δεν ήταν ακόμα φρικιό. Έπρεπε να το περιμένει να γεννηθεί και μετά. Δε βιάστηκε, ούτε για μια στιγμή. Μετά από όσα είχε περάσει τι ήταν άλλωστε άλλη μια μέρα, και άλλη μία, και μία ακόμη.
Τη μέρα της γέννησης του φρικιού, η Κοκκίνω σηκώθηκε, ντύθηκε και πήγε στο σχολείο. Μάθημα που τη σήκωσε ο καθηγητής των μαθηματικών να πει δεν είπε. Όχι γιατί δεν ήξερε, αλλά γιατί δεν την ενδιέφερε. Εκείνος της έβαλε μηδέν και εκείνη τον ευχαρίστησε. Στον Ιάσονα που στο διάλειμμα προσπάθησε να της πιάσει κουβέντα δεν μίλησε σαν να μην τον άκουσε. Η σκέψη της έτρεχε ήδη αλλού, μπροστά στο χρόνο, και ο Ιάσονας διέκρινε στα μάτια της κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει αλλά που τον τρόμαξε, γι’αυτό και την άφησε ήσυχη. Όταν γύρισε στο σπίτι το μεσημέρι δεν έφαγε, και ούτε η παρουσία της μαμάς της που παραδόξως είχε ήδη επιστρέψει την αποπροσανατόλισε. Κλείστηκε στο δωμάτιό της, ξάπλωσε και έκλεισε τα μάτια. Όταν ξύπνησε άκουσε προετοιμασίες στην κουζίνα. Οι γονείς της είχαν δεξίωση το βράδυ για να γιορτάσουν την επέτειο του γάμου τους. Όταν έφτασαν οι καλεσμένοι η Κοκκίνω δεν βγήκε από το δωμάτιό της, αλλά και κανείς δεν την κάλεσε να βγει. Περίμενε μόνο στο σκοτάδι. Περίμενε γιατί ήξερε πως θα έρθει. Γιατί του άρεσε να έρχεται όταν είχανε κόσμο. Του άρεσε η ιδέα. Στο σκοτάδι τον άκουσε να ανοίγει την πόρτα και να την κλειδώνει πίσω του. Όταν ήταν πιο μικρή της μίλαγε. Από τη στιγμή όμως που είχε εξασφαλίσει την εχεμύθειά της είχε πάψει να λέει τίποτα. Μόνο ερχόταν κατά πάνω της με ανάσα από πούρα και ουίσκι. Άκουσε το γνωστό μεταλλικό ήχο που έκανε η αγκράφα της ζώνης του καθώς λυνόταν. Συνήθως εκείνη άφηνε κάποιο μικρό φωτάκι αναμμένο, γιατί φοβόταν το σκοτάδι. Εκείνη τη μέρα, όμως, δεν το είχε ανάψει και εκείνον δεν τον παραξένεψε. Στο σκοτάδι δεν είδε το όπλο που τον σημάδευε. Δεν πρόλαβε ούτε τα χείλη του να ακουμπήσει στο πρόσωπό της. Στο σαλόνι είχαν δυνατή μουσική και δεν ακούστηκε τίποτα. Με κόπο τον έσπρωξε από πάνω της. Έπειτα σηκώθηκε αργά, τελετουργικά και βγήκε από το δωμάτιο. Στο διάδρομο δεν κυκλοφορούσε κανείς και προχώρησε στο σαλόνι απαρατήρητη. Οι πρώτοι καλεσμένοι που την είδαν σάστισαν. Με το πρώτο ουρλιαχτό που ακούστηκε η μαμά της γύρισε έντρομη. Το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν την κόρη της βουτηγμένη στο αίμα. Η πρώτη σφαίρα την βρήκε στον ώμο. Η δεύτερη στη κοιλιά και η τρίτη στο λαιμό. Αφού την είδε σωριασμένη και βεβαιώθηκε πως δεν κινούνταν, η Κοκκίνω με το παλιό πιστόλι του παππού της ακόμα στα χέρια της κάθισε ήρεμη στον κάτασπρο καναπέ και περίμενε.
Όσα επακολούθησαν ήταν σαν να τα έζησε σε γρήγορη κίνηση. Τα περιπολικά και τα ασθενοφόρα, το αστυνομικό τμήμα και το κρατητήριο, το γραφείο του ψυχιάτρου και το δικαστήριο. Από το δικαστήριο η Κοκκίνω κρίθηκε ψυχασθενής και δεν φυλακίστηκε. Επειδή όμως ήταν ανήλικη ούτε σε ίδρυμα την έβαλαν. Της επετράπη να ζήσει στο πατρικό της σπίτι, παρά τις διαμαρτυρίες των συγγενών του πατέρα της, και ετέθη υπό την επίβλεψη ψυχιάτρου και κοινωνικής λειτουργού. Οι συγγενείς της όμως ούτε ζωγραφιστή δεν ήθελαν να τη βλέπουν και όταν η Κοκκίνω τους ικέτεψε να την στείλουν στην Ινδία, εκείνοι κίνησαν ουρανό και γη για να βρουν τα νομικά μέσα και να απαλλαγούν για πάντα από αυτή.
Ενώ το αεροπλάνο την έπαιρνε μακριά από την Ελλάδα, η Κοκκίνω αισθάνθηκε το χρόνο να σταματά απότομα και μια τεράστια τελεία να μπαίνει στη ζωή της διαγράφοντας για πάντα το πριν. Μετά από την τελεία η ζωή της ξεκινούσε από την αρχή. Όταν είδε το πρόσωπο του Νάντι στο αεροδρόμιο της Βομβάης ένιωσε το πρώτο χαμόγελο να σχηματίζεται στο πρόσωπό της μετά από πολύ καιρό. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια της και έσβησαν μονομιάς τις δυο φλόγες που είχαν ανάψει στη θέση τους. Όταν βρέθηκε στην αγκαλιά του ένιωσε το φρικιό να συσπάται και να συρρικνώνεται μέσα της.
Ο κύριος Μαχάτμα στη διαθήκη του είχε αφήσει την έπαυλή του στην Κοκκίνω και, πολύ πριν πεθάνει, είχε ορκίσει τον Νάντι να προστατεύσει και να υπηρετήσει την εγγονή του για όσον καιρό θα του επέτρεπε η μοίρα του. Η Κοκκίνω έζησε στη έπαυλη και τέλειωσε το σχολείο στην Ινδία. Όταν ήρθε η ώρα να σπουδάσει, πούλησε την έπαυλη και έφυγε για Αγγλία. Ο Νάντι είχε πεθάνει από γηρατειά και εκείνη ήξερε πως δεν θα άφηνε κάποιον αγαπημένο της πίσω. Σπούδασε στο Λονδίνο και στο τρίτο έτος γνώρισε το αγόρι που έμελλε να γίνει σύζυγός της. Ήταν Άγγλος και τον έλεγαν Τζέισον. Γνωρίστηκαν ένα βράδυ σε ένα πάρτι και εκείνο που ο Τζέισον πρόσεξε πρώτα πάνω της ήταν τα μπλε της μάτια που μέχρι τότε στη ζωή της Κοκκίνως ήταν σαν να είχαν περάσει απαρατήρητα. Όταν χρόνια αργότερα η Κοκκίνω του διηγήθηκε την ιστορία της εκείνος δεν φάνηκε να τρομάζει. Αντίθετα την θαύμασε για την τόλμη της και λίγο καιρό αργότερα της ζήτησε να παντρευτούν. Την φώναζε Ρεντ, που στα Αγγλικά σημαίνει κόκκινη. Η Ρεντ στην Ελλάδα δεν γύρισε ποτέ, ούτε για διακοπές. Έμεινε για πάντα στην Αγγλία με τον Τζέισον που αποδείχθηκε εξαίρετος σύζυγος και πατέρας. Έκαναν τρία παιδιά. Το πρώτο, που ήταν αγόρι, το ονόμασαν Μαχάτμα. Και οι πέντε ζούνε ακόμα στην Αγγλία και απ’ό,τι ακούγεται είναι ευτυχισμένοι.